Λομβαρδός

Λομβαρδός
και Λογγοβάρδος, ο, θηλ. Λομβαρδή (Μ Λογγοβάρδος και Λογγιβάρδος)
ο κάτοικος τής Λομβαρδίας, περιοχής τής ηπειρωτικής Ιταλίας, ή αυτός που κατάγεται από τη Λομβαρδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Λομβαρδός < μσν. γαλλ. lombard < αρχ. ιταλ. lombardo < λατ. Langobardus, Longobardus].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Λομβάρδος, Κωνσταντίνος — (Ζάκυνθος 1820 – Αθήνα 1888). Πολιτικός. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και στο Μόναχο. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο όπου άσκησε την ιατρική, αλλά παράλληλα ασχολήθηκε και με την πολιτική. Αγωνίστηκε για την ένωση… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Lombardos — „Kreuzigung“ von Emmanuel Lombardos (Eremitage, Sankt Petersburg) Emmanuel Lombardos (griechisch Εμμανουήλ Λομβάρδος Emmanouil Lomvardos, auch Λαμπάρδο Lambardo) war ein griechischer Maler des 17. Jahrhunderts. Man schreibt ihm auch die mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Emmanuel Lombardos — „Kreuzigung“ von Emmanuel Lombardos (Eremitage, Sankt Petersburg) Emmanuel Lombardos (griechisch Εμμανουήλ Λομβάρδος Emmanouil Lomvardos, auch Λαμπάρδο Lambardo) war ein griechischer Maler des 17. Jahrhunderts. Man schreibt ihm auch die mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Закинф — Ζάκυνθος Координаты: Координаты …   Википедия

  • Λογγοβάρδος — ο (Μ Λογγοβάρδος και Λογγιβάρδος) βλ. Λομβαρδός …   Dictionary of Greek

  • Λομβαρδιανός — και Λομπαρδιανός, ή, ό ο Λομβαρδός («Λομπαρδιανοί τό κάνανε το φονικό στην άμμο») …   Dictionary of Greek

  • δογματική — Επιστήμη που εξετάζει συστηματικά τα δόγματα και τις βασικές αρχές της χριστιανικής πίστης. Ανάλογα με τις διάφορες χριστιανικές ομολογίες, διακρίνουμε τη δ. της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τη δ. της Καθολικής και τη δ. της προτεσταντικής. Η καθολική δ …   Dictionary of Greek

  • λομβαρδικός — και λογγοβαρδικός, ή, ό [Λομβαρδός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λομβαρδία ή στους Λομβαρδούς («λομβαρδική σχολή») …   Dictionary of Greek

  • Αδαλγήσιος — (Αdalgise, τέλη 8ου αι.). Λομβαρδός ηγεμόνας. Το 774 ο Καρλομάγνος κατέλαβε την πρωτεύουσα του κράτους του Παβία και ο Α. κατέφυγε στην αυλή του Λέοντα Δ’ στην Κωνσταντινούπολη, όπου του δόθηκε o τίτλος του βασιλιά και του πατρίκιου. Ο Α. για να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”